Αρχική Χάρτης Πλοήγησης Αναζήτηση
 
5

 
Θα ήθελα να συγχαρώ την ΕΕΤΤ για την πρωτοβουλία της να εστιάσει σε ένα εξαιρετικά κρίσιμο ζήτημα: το πώς τα δίκτυα πρόσβασης επόμενης γενιάς μπορούν να συμβάλουν στην οικονομική και την κοινωνική ανάπτυξη.

Έχουν ήδη συμπληρωθεί δέκα χρόνια από την έναρξη του 3ου Κοινοτικού Πλαισίου Στήριξης στο οποίο βασίστηκαν οι περισσότερες από τις δράσεις για την πληροφορική και τις τηλεπικοινωνίες στην Ελλάδα. Η έλευση μιας δεκαετίας είναι αναγκαία συνθήκη για να κάνουμε έναν απολογισμό, να τοποθετηθούμε ως προς τα επιτεύγματα, να επισημάνουμε αδυναμίες και να χαράξουμε στρατηγική για την επόμενη δεκαετία.

Από το 2000 έως το 2010, η ψηφιακή εικόνα της Ελλάδας άλλαξε ριζικά. Δημιουργήθηκαν υποδομές και αναπτύχθηκαν ηλεκτρονικές υπηρεσίες – από την ενημέρωση και την ψυχαγωγία έως τη λειτουργία του Κράτους και των επιχειρήσεων - που έγιναν αναπόσπαστο μέρος της καθημερινότητάς μας μεταβάλλοντας ριζικά το μεγαλύτερο τμήμα της παραγωγικής διαδικασίας.

Ο στόχος μας, για την επόμενη δεκαετία, είναι η δημιουργία μεγάλης ψηφιακής υπεραξίας. Πιο συγκεκριμένα, είναι επιδίωξή μας να επεκτείνουμε την ηλεκτρονική διακυβέρνηση και σε άλλες εφαρμογές πλην των ηλεκτρονικών φορολογικών συναλλαγών, να ολοκληρώσουμε βασικά συστήματα υποδομών για την επικοινωνία της δημόσιας διοίκησης - όπως το Σύζευξις - που θα συνεισφέρουν ουσιαστικά στη βελτίωση της ζωής των πολιτών και να αξιοποιήσουμε μεγάλα σχέδια όπως τους μητροπολιτικούς δακτυλίους στις πρωτεύουσες των νομών. Με αυτούς τους τρόπους, θα μπορέσουμε να αυξήσουμε το ποσοστό των χρηστών του διαδικτύου στη χώρα μας, το οποίο παραμένει ακόμη μικρότερο σε σχέση με τις άλλες χώρες της ΕΕ.

Όσον αφορά στον ιδιωτικό-επιχειρηματικό τομέα, ενώ οι μεγάλες ελληνικές επιχειρήσεις κάνουν χρήση των τεχνολογιών σε ποσοστά που υπερβαίνουν το 90%, οι μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις εμφανίζουν «ψηφιακή δυστοκία»: το ηλεκτρονικό εμπόριο καταγράφει μονοψήφια ποσοστά χρήσης μεταξύ των ελληνικών εταιρειών και τα έσοδα των ελληνικών επιχειρήσεων από πωλήσεις μέσω Διαδικτύου υπολείπονται των αντίστοιχων εσόδων των ευρωπαϊκών επιχειρήσεων. Σύμφωνα, μάλιστα, με πρόσφατη μελέτη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, οι ελληνικές επιχειρήσεις φαίνεται ότι δεν προτιμούν το Διαδίκτυο για τις αγορές τους αφού είναι λίγες εκείνες που αξιοποιούν τα οφέλη που προσφέρουν οι online προμήθειες.

Η αιτία αυτής της «ψηφιακής δυστοκίας» δεν είναι μόνο τεχνολογική. Είναι, κυρίως, ένα ζήτημα εταιρικής κουλτούρας και ιδιαιτερότητας του ελληνικού επιχειρησιακού περιβάλλοντος όπου οι προμήθειες, οι συναλλαγές, ο κύκλος της αγοράς γενικότερα, εκτελείται ακόμη με πιο παραδοσιακούς τρόπους.

Η εμπειρία της δεκαετίας 2000-2010 δείχνει ότι οι υποδομές από μόνες δεν αρκούν για να οδηγήσουν σε ψηφιακή αναγέννηση και σε πορεία ανάπτυξης. Απαιτείται σωστή αποτίμηση του κοινωνικού οφέλους κάθε έργου, τεκμηριωμένες μελέτες βιωσιμότητας, ορθολογιστική διαχείριση των πόρων. Πέρα από όλα απαιτείται δημιουργία περιεχομένου και υπηρεσιών που θα διακινούνται μέσα από τα δίκτυα που κατασκευάζονται. Η πρωτοβουλία για τη δημιουργία αυτού του περιεχομένου και αυτών των υπηρεσιών δεν μπορεί να είναι αποκλειστικά κρατική. Το ελληνικό κράτος και οι ελληνικές επιχειρήσεις πρέπει να αξιοποιήσουν τη διεθνή εμπειρία, όπως, για παράδειγμα, την εμπειρία της Μεγάλης Βρετανίας, η οποία κατέλαβε την πρώτη θέση στο ηλεκτρονικό εμπόριο πριν ακόμη αναπτύξει δίκτυα επόμενης γενιάς.

Σήμερα στην Ελλάδα επιχειρούμε συνειδητά ένα τεχνολογικό άλμα. Παρόλο που τα ποσοστά ψηφιακών χρηστών είναι ακόμη χαμηλά έχουμε θέσει ως άμεσες προτεραιότητες της κυβέρνησής μας την ανάπτυξη δικτύων οπτικών ινών και την αξιοποίηση του ψηφιακού μερίσματος. Η υλοποίηση αυτών των δύο μεγάλων έργων εκτελείται με μεγάλη προσοχή ώστε να υπάρξει αποδοτικότητα.

Εκτός από το στάδιο της υλοποίησης μας απασχολεί η χρήση των υποδομών. Επιθυμούμε να ελαχιστοποιήσουμε τους κινδύνους επένδυσης για τις εταιρείες που θα χρησιμοποιήσουν τα παραπάνω δίκτυα, αποτρέποντας τον εύθραυστο ελληνικό ιδιωτικό τομέα από μη βιώσιμες επενδύσεις σε συμμετοχικά ή αποκλειστικά επενδυτικά σχήματα. Αυτός είναι και ο λόγος που επαναπροκηρύξαμε τη μελέτη για το δίκτυο οπτικών ινών και προχωράμε με προσεκτικό σχεδιασμό τη μελέτη για την αξιοποίηση του ψηφιακού μερίσματος.

Αναζητούμε τη χρυσή τομή για ουσιαστική συνεργασία κράτους και ιδιωτικού τομέα ώστε τα αποτελέσματα των έργων να αποτιμώνται μόνο με κριτήρια αύξησης των ποσοστών χρήσης των ψηφιακών τεχνολογιών, αύξησης των εσόδων από την ψηφιακή ανάπτυξη και αύξησης της κοινωνικής ευημερίας.

Κλείνοντας, δεν μπορώ να μην αναφερθώ στο σημαντικό θεσμικό ρόλο που διαδραματίζει η ΕΕΤΤ στην αναπτυξιακή προσπάθεια των δικτύων νέας γενιάς. Και εδώ το ζητούμενο είναι η προστασία του ανταγωνισμού, η διευκόλυνση των επενδύσεων αλλά, κυρίως, η προστασία και η ευημερία της κοινωνίας των πολιτών. Αυτά διασφαλίζονται μέσα από το νομοθετικό πλαίσιο, την παρακολούθηση της λειτουργίας των δικτύων και τις προληπτικές και διορθωτικές δράσης της ΕΕΤΤ. Πιστεύω ότι σε αυτήν την προσπάθεια διαρκούς βελτίωσης με γνώμονα το συμφέρον της κοινωνίας των πολιτών όλοι στεκόμαστε αρωγοί.
Μόνο με αυτούς τους όρους η ευρυζωνικότητα θα καταστεί μοχλός ανάπτυξης και οι πολίτες μας θα αρχίσουν να ζουν, να εργάζονται και να διασκεδάζουν στην επερχόμενη ψηφιακή εποχή».